ΠΟΛΙΤΙΚΗ

dragassakis 2Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών και ειδικά η μεγάλη πτώση του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, σε συνδυασμό με την άνοδο της ακροδεξιάς, αναζωπυρώνουν τη συζήτηση για το μέλλον της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη.

Η εξέλιξη αυτή, ερχόμενη μετά τη συντριβή του Σοσιαλιστικού κόμματος στη Γαλλία και την κρίση του Σοσιαλιστικού κόμματος στην Ισπανία, δεν είναι μεμονωμένη, αλλά αντανακλά την υπαρξιακή κρίση ενός ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος που «σφράγισε» τον 20ο αιώνα.

Πολλοί αναλυτές, ακόμη και από το εσωτερικό της Σοσιαλδημοκρατίας, θεωρούν ότι τα κόμματα του χώρου αυτού είναι καταδικασμένα σε «αργό θάνατο», αν δεν ανακαλύψουν εκ νέου τους θεμελιώδεις λόγους ύπαρξής τους και δεν επανασυνδεθούν με τους ιδρυτικούς σκοπούς τους.

Αν, όμως, η μια τάση χαρακτηρίζεται από την υπαρξιακή κρίση, η αντίρροπη της χαρακτηρίζεται από αναζητήσεις στην κατεύθυνση ριζοσπαστικοποίησης και «αριστεροποίησης» τμημάτων της Σοσιαλδημοκρατίας με πλέον πρόσφατο το παράδειγμα του Εργατικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας.

Οι εξελίξεις αυτές απαντούν στο ερώτημα που συχνά τίθεται ως προς τις σχέσεις ριζοσπαστικής Αριστεράς και Σοσιαλδημοκρατίας. Το θέμα, δεν είναι η προσχώρηση του ενός στις θέσεις του άλλου, αλλά η διαμόρφωση πεδίων συνεργασίας, χώρων διαλόγου και κοινής δράσης. Αυτό, εκτός των άλλων, προϋποθέτει σαφή οριοθέτηση απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό και ανάληψη πρωτοβουλιών για τη συγκρότηση και στην κάθε χώρα ξεχωριστά και στην κλίμακα της Ευρώπης, ενός μεγάλου προοδευτικού συνασπισμού, ικανού να δώσει συλλογική και αλληλέγγυα απάντηση στο σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα και στην κρίση της Ευρώπης.

Στο πλαίσιο αυτό αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και οι εξελίξεις στο λεγόμενο χώρο της «κεντροαριστεράς» στη χώρα μας. Πολλοί πιστεύουν ότι ο όρος αυτός δεν έχει πλέον νόημα και ότι η διαδικασία που έχει ξεκινήσει για την εκλογή αρχηγού ενός απροσδιόριστου αξιακά, πολιτικά, οργανωτικά και προγραμματικά σχήματος στερείται σοβαρότητας και προοπτικής. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την έκβαση των συγκεκριμένων σχεδιασμών, εκείνο που τελικά κρίνεται είναι, αν αυτός ο πολιτικός χώρος θα συνδράμει και θα συμμετάσχει στη συγκρότηση του προοδευτικού πόλου που θα αναλάβει την ευθύνη της ανασυγκρότησης της χώρας και τη θεμελίωση της μεταμνημονιακής Ελλάδας σε νέες βάσεις ή θα καταντήσει ένα ακολούθημα της Δεξιάς, εξέλιξη που -με μαθηματική ακρίβεια- θα οδηγήσει στο μαρασμό αν όχι και στον αφανισμό του.

Το μάθημα από την Ευρώπη είναι σαφές. Όπου η Σοσιαλδημοκρατία έκοψε τη θλιβερή σύνδεση με το νεοφιλελελευθερισμό και προσέγγισε αριστερές δυνάμεις και αριστερά ακροατήρια, τα αποτελέσματα ήταν θετικά (Μ. Βρετανία, Πορτογαλία, εν μέρει Ισπανία κ.ά.). Όπου αντίθετα η μεταστροφή δεν έγινε, άργησε ή δεν ήταν αξιόπιστη, η κατάρρευση ήταν αναπόδραστη.

Και το δίλημμα πηγάζει από την ίδια τη φύση των αναγκών. Τόσο οι ανάγκες των μισθωτών και των «ενδιάμεσων» κοινωνικών στρωμάτων όσο και οι συλλογικοί όροι συνύπαρξης, συνοχής και αναπαραγωγής της κοινωνίας -η «κοινωνική συνείδηση» και η «συστημική ικανότητα» όπως τους κατανοούν ορισμένοι- μπορούν να ικανοποιηθούν μόνο στη βάση ενός νέου προοδευτικού κοινωνικού συμβολαίου σε σύγκρουση με τις πολιτικές που αναπαράγουν και διευρύνουν τις ανισότητες.

Τα μεσαία στρώματα, που στη φάση της οικονομικής ανόδου είχαν πιστέψει στις δυνατότητες ατομικών λύσεων, συσσωρεύοντας ακίνητα και κινητές αξίες ως απόθεμα ατομικής και οικογενειακής εξασφάλισης, είδαν τον ατομικό τους πλούτο να απαξιώνεται. Έχοντας απωλέσει την εφήμερη ασφάλεια της προ κρίσης περιόδου, μοιράζονται, πλέον, μαζί με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας την ανάγκη για συλλογικές μορφές προστασίας.

Οι ανάγκες αυτές απαιτούν ένα νέο αναβαθμισμένο κοινωνικό κράτος που μόνο σε συλλογικό κοινωνικό επίπεδο μπορεί να συγκροτηθεί, σε σύγκρουση με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της κοινωνικής αποσύνθεσης και της διεύρυνσης των ανισοτήτων.

Αυτό δημιουργεί την υλική βάση αντικειμενικής σύγκλισης και ορίζει και την κατεύθυνσή της στο πλαίσιο ενός νέου «ιστορικού μπλοκ», μιας μεγάλης κοινωνικής συμμαχίας με σαφείς ταξικές αναφορές και πολιτικές κατευθύνσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την ίδρυσή του θεώρησε ότι η έξοδος από την κρίση και η ανασυγκρότηση της χώρας θα είναι αποτέλεσμα ενός συνασπισμού ευρυτέρων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.

Στη βάση αυτής της αντίληψης ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τον αριστερό κεντρικό πυρήνα μιας προοδευτικής συσπείρωσης, το σημείο αναφοράς μιας συμπαράταξης προοδευτικών δυνάμεων με στόχο την υλοποίηση ενός σχεδίου εξόδου από την κρίση σε πλήρη αντιπαράθεση με τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις. Γι’ αυτόν το λόγο η στρατηγική μας ήταν και είναι ανοιχτή. Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε υποστηρίξαμε και ψηφίσαμε την απλή αναλογική.

Κατά την άποψή μας, ειδικά σε συνθήκες κρίσης και κρίσιμων διλημμάτων, πολιτικές δυνάμεις που ακολουθούν τη γραμμή των ίσων αποστάσεων, «ούτε με το ΣΥΡΙΖΑ ούτε με τη Δεξιά», είτε δεν έχουν αυτόνομο ρόλο και προοπτική είτε αρνούμενες τη διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς έχουν ήδη προσχωρήσει στο σχέδιο της Δεξιάς. Διότι όπως ήδη φάνηκε, η αντίληψη του «ούτε- ούτε» δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα του σήμερα και στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Τα ερωτήματα του πώς θα κινηθεί η χώρα τα επόμενα χρόνια, σε ποια κατεύθυνση, με ποια υποκείμενα και πολιτικούς φορείς, δεν επιδέχονται στρογγυλεμένες απαντήσεις και «ουδείς θα δοξαστεί κρυπτόμενος» δανειζόμενοι τη φράση ενός ιστορικού ηγέτη του Κέντρου.

Οι δυνάμεις που επενδύουν σε μια τυφλή αντι-ΣΥΡΙΖΑ εμμονή διατρέχουν τον κίνδυνο του ετεροκαθορισμού και της αυτοπαγίδευσης που αυτός συνεπάγεται. Η άποψη, για παράδειγμα, ότι θα ψηφίζουν στη Βουλή όχι με βάση την άποψή τους αλλά με βάση τί θα μπορούσε να βλάψει την κυβέρνηση, η ακύρωση δηλαδή του ρόλου της Βουλής, αλλά και η δική τους αυτοακύρωση, κάνει ήδη ορατά τα αδιέξοδα.

Το πρόβλημα με τις καταστάσεις αυτές είναι ότι όταν οι συνθήκες την επιβάλλουν ή όταν συνειδητοποιείται η ανάγκη συνεργασίας, η αυτοπαγίδευση στα πάθη και τους ετεροκαθορισμούς την καθιστά ανέφικτη. Όμως όπως ήδη διαπιστώσαμε, ανεξάρτητα από παλαιές και νέες αντιπαλότητες που γεννά ο πολιτικός ανταγωνισμός, στις συνθήκες που διαμόρφωσε η κρίση, οι κοινωνικές ανάγκες που θα ήθελαν να εκφράσουν πολιτικοί σχηματισμοί του «Κέντρου» και της «κεντροαριστεράς» είναι εξ αντικείμενου «αριστερόστροφες». Αναδεικνύουν γι’ αυτό πεδία συνεννόησης και συνεργασίας που μπορούν να ανοίξουν το δρόμο για προοδευτικές συγκλίσεις.

Άρθρο στην εφημερίδα «Νέα Σελίδα»

Άρθρα στην κατηγορία Πολιτική