Η πρόκληση για την χώρα δεν είναι η έξοδος από τα μνημόνια, αλλά η έξοδος από την κρίση. Στις 20 Αυγούστου, 2 μήνες από σήμερα το Γ’ μνημόνιο, που έφερε ανεκτέλεστες υποχρεώσεις του Β’και του Α’ , λήγει 10 χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης και 8 χρόνια από την χρεωκοπία, που έφερε τα μνημόνια.
Η πολιτική φιλολογία για καθαρή ή μη καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, συσκοτίζει την πραγματικότητα. Ο Τσίπρας ονομάζει καθαρή έξοδο την μη αποδοχή της πιστοληπτικής γραμμής, που δίνει έναν βαθμό ελευθερίας άσκησης της οικονομικής πολιτικής και η αντιπολίτευση τονίζει τις δεσμεύσεις και την επιτήρηση , που ούτως η άλλως θα έχει η χώρα, βάση των κανόνων της Ε.Ε., μέχρι την εξόφληση του75% του χρέους και μάλιστα πιο συστηματική διότι, το χρέος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και το ΔΝΤ ανέρχεται στα 250 δισ€, 3 φορές μεγαλύτερο από το χρέος της Πορτογαλίας ή της Ιρλανδίας.
Εν τέλει, όλα θα αποτυπωθούν σε μια συμφωνία πακέτο, που θα αφορά τις ειλειμένες υποχρεώσεις, για μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου το 2019 και το 2020, τις δεσμεύσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα μη υλοποιηθέντα προαπαιτούμενα της 4ης αξιολόγησης, που καθυστερούν και δεν θα υλοποιηθούν πριν την λήξη του μνημονίου, το βαθμό και τον τρόπο απομείωσης του χρέους, ώστε να καταστεί βιώσιμο-διαχειρίσιμο , τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις που ούτως η άλλως υφίστανται στην Ε.Ε, , το αν το ΔΝΤ θα παραμείνει στο πρόγραμμα ως χρηματοδότης, την διαμόρφωση του κεφαλαιακού αποθέματος 18 δισ.€ (μαξιλάρι) για την αντιμετώπιση τυχών δυσκολιών δανειοδότησης από τις αγορές και την κοστολόγηση του ολιστικού σχεδίου ανάπτυξης, με απάντηση στο βασικό ερώτημα, πως θα χρηματοδοτηθεί το επενδυτικό κενό που προκάλεσε η κρίση.
Αυτά, συνδυασμένα με τις διαφωνίες της οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. , σχέδιο Μακρόν, τις διαφωνίες για το χρέος της χώρας μεταξύ Γάλλων, Γερμανών και ΔΝΤ, την πολιτική προστατευτισμού του Τράμπ και τον κίνδυνο εμπορικών πολέμων, την αναίρεση της συμμετοχής των ΗΠΑ στην συμφωνία των πυρηνικών της Περσίας, την ραγδαία αύξηση των τιμών του πετρελαίου, τις γεωπολιτικές αλλαγές και πολέμους στην περιοχή, την αύξηση των μεταναστευτικών ροών από την Τουρκία. Όλα αυτά δεν θα τα έλεγες, καθαρό μεταμνημονιακό δρόμο.
Η κατάσταση της Οικονομίας. Η χώρα ύστερα από ελαφρά ύφεση το 2015, 2016, μπήκε στην ανάπτυξη για πρώτη φορά το 2017 1,4% του ΑΕΠ, το ήμισυ του 2,7% στόχου του προϋπολογισμού, κάτω από την πρόβλεψη του ΔΝΤ 1,8% και αρκετά χαμηλότερη από την μέση ανάπτυξη της Ε.Ε 2,4%, μια ανάπτυξη αναντίστοιχη της ευνοϊκής συγκυρίας.
Η πρόβλεψη της Κομισιόν για την ανάπτυξη είναι 1,9%για το 2018 και 2,3% το 2019 ενώ η αντίστοιχη στην Ε.Ε. είναι 2,3% και 2%.
Ένα ποσοστό ανάπτυξης ακόμη και ίσο με τον Μέσο Όρο της Ε.Ε. δεν μπορεί να καλύψει την τεράστια υστέρηση και απόκλιση που συντελέστηκε και να επιφέρει μια κοινωνική εξισορρόπηση. Το κατά κεφαλήν εισόδημα έπεσε στο 68% το 2016 του Μ.Ο της .Ε.Ε, ενώ είχε φτάσει το 86% του Μ.Ο της Ε.Ε στις αρχές την 10ετίας του 2000.
Η ανεργία το 2017 στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό ήταν 21,5% ενώ στην Ε.Ε. 7,6%
Πρόβλεψη για 2018 20,1% ενώ για την Ε.Ε 7,1%για 2019 18,4% ενώ για την Ε.Ε 6,7%.
Το επίπεδο των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών της Ε.Ε. βάση μελέτης της Eurostat το 2017 είναι για την Ελλάδα 21,1%, 1 στους 5 δεν μπορεί να καλύψει τις βασικές ανάγκες διαβίωσης, το χειρότερο μετά την Βουλγαρία και υπερτριπλάσιο από τον Μ.Ο της Ε.Ε. 6,7%.
Έγκριτοι οικονομολόγοι υπολογίζουν , ότι η χώρα χρειάζεται ρυθμό ανάπτυξης 3%-4% ετησίως για 10 χρόνια, ώστε να φθάσουμε στην προ κρίση κατάσταση και χρειάζεται επενδύσεις ύψους 100 δισ.€. Η χώρα βρίσκεται τελευταία στην Ε.Ε., στην ανταγωνιστικότητα, στην ανεργία, στον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης, στην αποδοτικότητα της δημόσια διοίκησης, στην σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας.
H ανάγκη για την εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου υπέρβασης των συνεπειών της κρίσης και δημιουργίας των προϋποθέσεων για μια γοργή και σταθερή ανάπτυξημε απασχόληση, είναι εκ των ουκ άνευ.
Το λεγόμενο ολιστικό σχέδιο ανάπτυξης της κυβέρνησης, το οποίο δεν γνωρίζουμε διότι δεν παρουσιάστηκε δημόσια, ούτε αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης, από τις διαρροές των εταίρων προκύπτει ότι δεν είναι κοστολογημένο και δεν απαντά στο ερώτημα πως θα χρηματοδοτηθεί το επενδυτικό κενό που προκάλεσε η κρίση.
Αυτή η τακτική της κυβέρνησης, αίρει την αναγκαία πολιτική και κοινωνική συναίνεση για την κατανόηση και την εφαρμογή του,ενός σχεδίου που θα καθορίσει το μέλλον της Ελλάδος και αφήνει περιθώρια στην μεν αντιπολίτευση να βολεύεται με γενικές ανέφικτες θέσεις και στην κυβέρνηση να τάζει πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν. Ίσως πίσω απ΄αυτή την ασάφεια να κρύβεται , να δοθεί η δυνατότητα στον πρωθυπουργό να επιλέξει το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, ενώ οι Ευρωπαίοι δεν επιθυμούν εκλογές πριν τις ευρωεκλογές, όπου αντιμετωπίζουν σοβαρά πολιτικά ζητήματα με την άνοδο της ακροδεξιάς και του ευρωσκεπτικισμού.
Είναι κοινός τόπος ότι η χώρα χρειάζεται ανάπτυξη, να παραχθεί νέος πλούτος και αυτό γίνεται μόνο με ένασοκνέωνεπενδύσεων.
Προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων,στήριξη επιχειρηματικώνσχεδίων εμπορεύσιμων προϊόντων προς εξαγωγή, στήριξηΜ.Μ.Επιχειρήσεων με εργαλεία, το ΕΣΠΑ, δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, δανειοδότηση από τις τράπεζες επενδυτικών σχεδίων και κεφαλαίων κίνησης, που προϋποθέτει εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους από τα κόκκινα δάνεια και επαναφορά των καταθέσεων. Οι ιδιωτικές επενδύσεις στην παρούσα φάση, λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών καθίσταται άκρως απαραίτητες, όπως η αξιοποίηση της δημοσίας περιουσίας με ιδιωτικοποιήσεις, παραχωρήσεις ΣΔΙΤ. Αύξηση των δημόσιων επενδύσεων οι οποίες έχουν μειωθεί τρομακτικά και ως ποσό και ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Βεβαίως για να αποδεσμευτούν οι επενδύσεις, χρειάζεται μείωση της υπερφορολόγησης και της υπερείσπραξης ασφαλιστικών εισφορών για τις επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους με ταυτόχρονο αποτελεσματικό περιορισμό της φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής ως ισοδύναμο των εσόδων.
Η χώρα έχει δυνατότητα ανάπτυξης, το πρόβλημα δεν είναι τόσο, από το που θα προέλθει η ανάπτυξη, αλλά το πώς θα χρηματοδοτηθεί.
Οι μελέτες συγκλίνουν στους τομείς της ενέργειας, διακομιστικό εμπόριο- μεταφορές- logistics, τουρισμός-αστική ανάπτυξη, μέταλλα-εξόρυξη, τρόφιμα, φάρμακα, τηλεπικοινωνίες, εκπαίδευση, έρευνα – καινοτομίες-νέες τεχνολογίες, τομείς που προσελκύουν τον ενδιαφέρον επενδυτών και υπάρχουν επενδυτικά σχέδια, που μπορούν να αλλάξουν το μοντέλο ανάπτυξης, καθώς είναι εξαγωγικοί ή υποκαθιστούν τις εισαγωγές.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της PwC, για να έχουμε μια μεσοσταθμική ανάπτυξη της τάξης του 3% και 4% ετησίως ως το 2022 θα απαιτηθούν επενδύσεις άνω των 200 δισ.€ συνολικά, δηλαδή περίπου 40 δισ.€ετησίως. Αυτή τη στιγμή η μέση ετήσια χρηματοδότηση είναι 20 δισ.€, άρα έχουμε ένα ετήσιο έλλειμμα επενδύσεων της τάξης των 20 δισ.€. Το έλλειμμα αυτό μπορεί να καλυφθεί μόνο με την προσέλκυση νέων κεφαλαίων, κυρίως από το εξωτερικό. Σήμερα οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα μας αντιστοιχούν μόλις στο 7% των συνολικών επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη στηρίζεται σε ποσοστό άνω του 90% σε εγχώριες πηγές χρηματοδότησης, οι οποίες είναι μάλιστα εξαιρετικά περιορισμένες.
Προαπαιτούμενα – Εκκρεμότητες- Αναγκαίες μεταρρυθμίσεις
Συντάξεις. Πρέπει να γίνει επανυπολογισμός των συντάξεωνκαι να αποτυπωθούν στα εκκαθαριστικά 2,3 εκατ. συνταξιούχων, με μέση μείωση 18%.
Προσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων χωρίς να αλλάξει ο εισπρακτικός στόχος του 2,65 δισ.€ του ΕΝΦΙΑ.
Πληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου σε ιδιώτες 3,5δισ.€.
Διαιτησία. Δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή η κατάργηση της μονομερούς προσφυγής των συνδικάτων σε αυτή.
Δημόσιο. Να υλοποιηθεί η ηλεκτρονική αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων και οι τοποθετήσεις των μόνιμων Γενικών Γραμματέων, Γενικών Διευθυντών και άλλων στελεχών που αφορούν 4.000 θέσεις.Εφαρμογή του σχεδίου κινητικότητας και μείωση του αριθμού των συμβασιούχων.
Ιδιωτικοποιήσεις.Αεροδρόμιο Ε. Βενιζέλος,Εγνατία, Ελληνικό, ΔΕΠΑ, περιφερειακά αεροδρόμια ,ΔΕΣΦΑ, ΕΛΠΕ, ΔΕΗ, απελευθέρωση αγοράς ενέργειας, ιδιωτικοποίηση ΑΔΜΗΕ σε ποσοστό 49%, πόλωση λιγνιτικών μονάδων ΔΕΗ.
Κτηματολόγιο.Υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση και θα μεταφερθεί στην μετα-μνημονιακή εποπτεία.
Αναπροσαρμογή των επιδομάτων, πλην ΚΕΑ.
Βελτίωση των ισολογισμών των ΔΕΚΟ που εξακολουθούν να παράγουν έλλειμμα 1 δισ.€ ετησίως.
Βελτίωσηαδειοδότησης επιχειρήσεωνκαι άνοιγμα υπόλοιπων κλειστών επαγγελμάτων. Εξαγγέλθηκε σχέδιο δημιουργίας ενιαίας αρχής προσέλκυσης και αδειοδότησης των επενδύσεων .
Τράπεζες. Αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων των τραπεζών, επιτάχυνση των εξωδικαστικών συμβιβασμών και των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Προσέλκυση των καταθέσεων από το εξωτερικό και των κρυμμένων αποταμιεύσεων, σταδιακή χαλάρωση των capitalcontrolξεκινώντας από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, λειτουργία αναπτυξιακής τράπεζας . Όλα αυτά απαιτούνται για τη διεύρυνση της ρευστότητας και τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ.
Σύνδεση της μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση, με την αγορά εργασίας και την επιχειρηματικότητα. Προσαρμογή των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης με το αναπτυξιακό σχέδιο.
Συγκεφαλαιώνοντας οι προϋποθέσεις μιας βιώσιμης ανάπτυξης είναι:
-Η διαπραγμάτευση της μεγαλύτερης δυνατής μείωσης της ονομαστικής αξίας του χρέους που θα το καταστήσει βιώσιμο, ώστε να διαμορφωθεί ασφαλές κλίμα για την έξοδο στις αγορές, να εξασφαλιστούν πόροι για την ανάπτυξη και οι χρηματοδοτικές ανάγκες κάλυψής του να είναι τουλάχιστον για μια δεκαετία κάτω από το 15% του ΑΕΠ.
-Η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν τεθεί, 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022, 2,5% μέχρι το 2029 και 2,9% μέχρι το 2060, διότι δεν είναι ρεαλιστικά. Τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλη περίοδο θα φέρουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και δεν θα αντιμετωπιστεί η ανεργία. Οι μειώσεις των πλεονασμάτων θα πρέπει να πάνε αποκλειστικά στις επενδύσεις.
-Το κλείσιμο της 4ης αξιολόγησης και η υλοποίηση και μετά το μνημόνιο των εκκρεμοτήτων και των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Το ζητούμενο είναι μια ανάπτυξη υψηλών ρυθμών, που θα κλείσει την τεράστια υποβάθμιση που υπέστη η ελληνική οικονομία, θα συντελέσει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας , στη σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες και στην αύξηση της απασχόλησης.
Η πρόκληση για μια βιώσιμη ανάπτυξη είναι πρώτη προτεραιότητα για τη χώρα, αποτελεί κύριο εθνικό στόχο και απαιτεί ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο στο οποίο πρέπει να συγκλίνουν οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Η επίτευξη αυτού του στόχου θα είναι μακρά, απαιτεί προσήλωση, συμμετοχή, επιμονή και μια νέα κουλτούρα του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας.
* Εισήγηση για την συζήτηση στις 16/05/2018