dimitrakasΜε την επίτευξη της τεχνικής συμφωνίας για την 4η αξιολόγηση και την έγκρισή από το Εurogroup της 21ης Ιουνίου, η χώρα οδεύει στην έξοδο από το Γ’ μνημόνιο στις 20 Αυγούστου, 10 χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης και 8 χρόνια από την χρεωκοπία.

Ύστερα από δεκαετίες ελλειμμάτων η χώρα έχει δημοσιονομική τάξη, δεν παράγει ελλείμματα αλλά πρωτογενή πλεονάσματα και είχε ανάπτυξη για πρώτη φορά το 2017 1,4% του ΑΕΠ., αναμφίβολα θετικά αποτελέσματα. Εισέρχεται σε ένα νέο κύκλο με πρόκληση την έξοδο από την κρίση μέσω μιας βιώσιμης ανάπτυξης.

Η ανάπτυξη του 2017 αποτελεί το ήμισυ του 2,7% στόχου του προϋπολογισμού και είναι αρκετά χαμηλότερη από την μέση ανάπτυξη της Ε.Ε 2,4%.Η πρόβλεψη της Κομισιόν για την ανάπτυξη είναι 1,9%για το 2018 έναντι 2,3% της Ε.Ε. και 2,3%για το 2019 έναντι 2%της Ε.Ε.

Μία ανάπτυξη, ακόμη και ίση της Ε.Ε. δεν μπορεί να καλύψει την τεράστια απόκλιση που συντελέστηκε. Το κατά κεφαλήν εισόδημα έπεσε στο 68% το 2016 της Ε.Ε, ενώ ήταν86% της Ε.Ε στις αρχές της 10ετίας του 2000.

Η ανεργία το 2017 ήταν 21,5%του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ενώ στην Ε.Ε. 7,6%. Πρόβλεψη για 2018 20,1% ενώ για την Ε.Ε 7,1%για 2019 18,4% ενώ για την Ε.Ε 6,7%.

Η χώρα έχει δυνατότητα ανάπτυξης, το πρόβλημα δεν είναι από το που θα προέλθει η ανάπτυξη, αλλά το πώς θα χρηματοδοτηθεί.

Οι μελέτες συγκλίνουν στους τομείς της ενέργειας, διακομιστικό εμπόριο- μεταφορές- logistics, ναυτιλία, τουρισμός-αστική ανάπτυξη, μέταλλα-εξόρυξη, τρόφιμα, φάρμακα, τηλεπικοινωνίες, εκπαίδευση, έρευνα – καινοτομίες-νέες τεχνολογίες, τομείς που προσελκύουν τον ενδιαφέρον επενδυτών και υπάρχουν σε ένα βαθμό επενδυτικά σχέδια, που μπορούν να αλλάξουν το μοντέλο ανάπτυξης, καθώς είναι κλάδοι εξαγωγικοί ή υποκαθιστούν τις εισαγωγές.

Η χώρα χρειάζεται ρυθμό ανάπτυξης 3,5% ετησίως για 10 χρόνια, ώστε να φθάσουμε στην προ κρίση κατάσταση.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της PwC, για να έχουμε μια μεσοσταθμική ανάπτυξη της τάξης του 3,5% ετησίως ως το 2022 θα απαιτηθούν επενδύσεις άνω των 200 δισ.€ συνολικά, δηλαδή περίπου 40 δισ.€ ετησίως. Αυτή τη στιγμή η μέση ετήσια χρηματοδότηση είναι 20 δισ.€, άρα έχουμε ένα ετήσιο έλλειμμα επενδύσεων της τάξης των 20 δισ.€. Το έλλειμμα αυτό μπορεί να καλυφθεί μόνο με την προσέλκυση νέων κεφαλαίων, κυρίως από το εξωτερικό. Σήμερα οι άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα μας αντιστοιχούν μόλις στο 7% των συνολικών επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη στηρίζεται σε εγχώριες πηγές χρηματοδότησης, που είναι εξαιρετικά περιορισμένες.

H ανάγκη για την εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου υπέρβασης των συνεπειών της κρίσης και δημιουργίας των προϋποθέσεων για μια γοργή και σταθερή ανάπτυξημε απασχόληση, είναι εκ των ουκ άνευ.

Το στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης της κυβέρνησης, κρίνεται ότι κινείται στη σωστή κατεύθυνση, όμως δεν είναι κοστολογημένο, δεν απαντά στο βασικό ερώτημα, πως θα χρηματοδοτηθεί το επενδυτικό κενό που προκάλεσε η κρίση και είναι γενικόλογο ως προς την εφαρμογή του.

Είναι κοινός τόπος ότι η χώρα χρειάζεται ανάπτυξη, να παραχθεί νέος πλούτος και αυτό γίνεται μόνο με ένασοκνέωνεπενδύσεων.

Προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων,στήριξη επιχειρηματικώνσχεδίων εμπορεύσιμων προϊόντων προς εξαγωγή, στήριξηΜ.Μ.Επιχειρήσεων με εργαλεία, το ΕΣΠΑ, δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, δανειοδότηση από τις τράπεζες επενδυτικών σχεδίων και κεφαλαίων κίνησης, που προϋποθέτει εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους. Οι ιδιωτικές επενδύσεις στην παρούσα φάση, λόγω των δημοσιονομικών περιορισμών καθίστανται άκρως απαραίτητες, όπως η αξιοποίηση της δημοσίας περιουσίας με ιδιωτικοποιήσεις, παραχωρήσεις, ΣΔΙΤ,καθώς και η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων οι οποίες έχουν μειωθεί τρομακτικά.

Χρειάζεται άμεση ενεργοποίηση του σχεδίου δημιουργίας ενιαίας αρχής προσέλκυσης και αδειοδότησης των επενδύσεων, μείωση της υπερφορολόγησης και υπερείσπραξης ασφαλιστικών εισφορών για τις επιχειρήσεις με περιορισμό της φοροδιαφυγής, ως ισοδύναμο των εσόδων και να σταματήσει η πολιτική των υπερπλεονασμάτων, η οποία συνεχίζεται και το 2018, διότι είναι αντιαναπτυξιακή.

Οι προϋποθέσεις μιας βιώσιμηςανάπτυξης είναι: Η διαπραγμάτευση της μεγαλύτερης δυνατής μείωσης της ονομαστικής αξίας του χρέους που θα το καταστήσει βιώσιμο, ώστε να διαμορφωθεί ασφαλές κλίμα για την έξοδο στις αγορές και να εξασφαλιστούν πόροι για την ανάπτυξη.

-Η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν τεθεί, 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022, 2,5% μέχρι το 2029 και 2,9% μέχρι το 2060. Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλη περίοδο θα φέρουν χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και δεν θα αντιμετωπιστεί η ανεργία.Οι μειώσεις των πλεονασμάτων θα πρέπει να πάνε αποκλειστικά στις επενδύσεις.

-Οι υποχρεώσεις που απορρέουν για την ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης και την υλοποίηση της μεταμνημονιακής συμφωνίας είναι αναγκαίες, διότι η χώρα βρίσκεται τελευταία στην Ε.Ε., στην ανταγωνιστικότητα, στον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης, στην αποδοτικότητα της δημόσια διοίκησης, στην σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Άρα απαιτείται επιτάχυνση της μεταρρύθμισης του δημοσίου, της συγκρότησης του κτηματολογίου, της βελτίωσης των ισολογισμών των ΔΕΚΟ, των ιδιωτικοποιήσεων-παραχωρήσεων, της επιτάχυνσης των εξωδικαστικών συμβι-βασμών και των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών των τραπεζών και της σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και την επιχειρηματικότητα.

Η πολιτική αντιπαράθεση για καθαρή ή μη καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, συσκοτίζει την πραγματικότητα. Η επιτήρηση, που θα έχει η χώρα, βάση των κανόνων της Ε.Ε., μέχρι την εξόφληση του75% του χρέους και μάλιστα πιο συστηματικήείναι δεδομένη, διότι το χρέος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και το ΔΝΤ ανέρχεται κοντά στα 250 δισ, 3 φορές μεγαλύτερο από το χρέος της Πορτογαλίας ή της Ιρλανδίας.

Ενώ κίνδυνο αποτελεί για την έξοδο στις αγορές η πολιτική κρίση στην Ιταλία που συμπαρασύρει και τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων και η ραγδαία αύξηση των τιμών του πετρελαίου.

Το ζητούμενο είναι μια ανάπτυξη που θα συντελέσει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, στη σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές οικονομίες και στην αύξηση της απασχόλησης.

Η πρόκληση για μια βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί κύριο εθνικό στόχο και απαιτεί ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο στο οποίο πρέπει να συγκλίνουν οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Η επίτευξη του απαιτεί προσήλωση, συμμετοχή, επιμονή και μια νέα κουλτούρα του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας.

* Παναγιώτης Δημητρακάς είναι μέλος του Συντονιστικού του Δικτύου Αριστερών Δημοκρατών

Άρθρα στην κατηγορία Οικονομία