Οι προβλέψεις για τη μη λήψη και δεσμευτικών αποφάσεων για τα θεμελιακά προβλήματα της Ε.Ε. στην έκτακτη σύνοδο κορυφής των ηγετών των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε. στην Μπρατισλάβα δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν.
Στο «κοινό» ανακοινωθέν (το οποίο αρνήθηκε –και πολύ σωστά– να υπογράψει ο πρωθυπουργός της Ιταλίας) γίνονται αόριστες αναφορές για την ασφάλεια, το προσφυγικό και την οικονομία, οι οποίες είναι, ουσιαστικά, ευχολόγια.
Οι όποιες αποφάσεις για τα θέματα αυτά παραπέμφθηκαν στις δύο επόμενες συνόδους κορυφής στις Βρυξέλλες τον Οκτώβριο και στη Μάλτα τον Φεβρουάριο του 2017 ώστε να παρουσιαστούν στην 60ή επέτειο από τη Συνθήκη της Ρώμης του 1957, με την οποία ξεκίνησε το «οικοδόμημα» που, σταδιακά, κατέληξε στη σημερινή Ε.Ε. των «27» (των «28» μείον τη Βρετανία).
Οι μεγάλες, όμως, διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα 27 κράτη-μέλη και στις ομαδοποιήσεις τους, που φάνηκαν για μία ακόμα φορά στη σύνοδο –το ίδιο συνέβη ύστερα από αυτήν και στη συνάντηση μελών της Ε.Ε. με τις βαλκανικές χώρες στη Βιέννη– αποκλείουν τη λήψη ουσιαστικών αποφάσεων για τα θέματα αυτά.
Τόσο, όμως, στην έκτακτη σύνοδο κορυφής όσο και σε όλες τις προηγούμενες ούτε καν θίχτηκαν τα άλυτα θεμελιακά προβλήματα της Ε.Ε. και της ευρωζώνης. Απόδειξη οι μετά τη σύνοδο αυτή δηλώσεις του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζ.-Κ. Γιούνκερ για τις υπάρχουσες και διευρυνόμενες, λόγω της εφαρμοζόμενης πολιτικής, ανισότητες ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αλλά και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μ. Ντράγκι για την απουσία αναδιανεμητικής πολιτικής της Ε.Ε. από τις πλούσιες στις φτωχές χώρες.
Το πρώτο και βασικό θεμελιακό πρόβλημα της Ε.Ε. είναι το μεγάλο έλλειμμα δημοκρατίας. Οι αποφάσεις για όλα τα κρίσιμα θέματα για το παρόν και το μέλλον της Ε.Ε. δεν λαμβάνονται ούτε από το αποδυναμωμένο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε από τα εθνικά Κοινοβούλια. Δεν λαμβάνονται, όμως, ούτε στις συνόδους κορυφής.
Προαποφασίζονται από τα οικονομικά ισχυρά κράτη σε συναντήσεις (παρασυναγωγές) που συγκαλεί η Γερμανία. Οι αποφάσεις αυτές επικυρώνονται στις συνόδους κορυφής της Ε.Ε. ή της ευρωζώνης και στη συνέχεια εξειδικεύονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και επιβάλλονται στα κράτη-μέλη της.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική συνεχώς τονίζεται ότι οι βασικές αρχές της Ε.Ε. είναι «ελευθερία της κυκλοφορίας προσώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων». Αυτή, όμως, ακριβώς η ελευθερία είναι εκείνη που, αντί να βοηθά στη σύγκλιση των οικονομιών, δηλαδή τη μείωση των ανισοτήτων ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. προκαλεί τη διεύρυνσή τους.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται στην Ε.Ε. όλοι οι διεθνούς φήμης οικονομολόγοι (ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και πολλοί νομπελίστες) έχουν επισημάνει ότι δύο είναι τα θεμελιακά της προβλήματα. Το πρώτο αφορά όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (δηλαδή τα 510 εκατομμύρια κατοίκων της Ε.Ε. των «28» ή τα 445 εκατομμύρια μετά την έξοδο της Βρετανίας) και το δεύτερο τα 19 κράτη-μέλη της ευρωζώνης (δηλαδή τα 340 εκατομμύρια κατοίκων τους).
Το θεμελιακό πρόβλημα για τα 27, πλέον, κράτη-μέλη είναι η ανυπαρξία ενός ουσιαστικού κοινοτικού προϋπολογισμού (ανάλογου με τον ομοσπονδιακό των ΗΠΑ) του οποίου τα έσοδα θα προέρχονταν από τα κράτη-μέλη ανάλογα με το ύψος τού κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους και οι δαπάνες θα κατανέμονταν με βάση το ίδιο κριτήριο ώστε να ενισχύονται τα φτωχότερα και, σταδιακά, να συγκλίνουν προς τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Δυστυχώς ο σημερινός κοινοτικός προϋπολογισμός δεν είναι ένας τέτοιος προϋπολογισμός, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει μόλις το 1% του ΑΕΠ των κρατών-μελών της Ε.Ε. και του οποίου ο όποιος αναδιανεμητικός ρόλος ελάχιστα έχει βοηθήσει στη σύγκλιση των κρατών-μελών.
Το θεμελιακό πρόβλημα των 19 κρατών-μελών της ευρωζώνης είναι ότι από τη συνθήκη δημιουργίας της, τα κράτη δεν έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν δική τους νομισματική πολιτική, δεδομένου ότι δεν έχουν δικό τους νόμισμα και οι Κεντρικές τους Τράπεζες (στην Ελλάδα η Τράπεζα της Ελλάδος) είναι ουσιαστικά υποκατάστημα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας.
Δεν μπορούν, δηλαδή, ούτε να υποτιμήσουν το ευρώ αλλά ούτε και να δανειστούν τα κράτη από τη δική τους Κεντρική Τράπεζα. Επιπλέον η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν επιτρέπεται να δανείζει απευθείας στα κράτη-μέλη της, με αποτέλεσμα τα μεν αδύναμα κράτη να είναι στο έλεος των αδηφάγων αγορών και να έχουν ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους, ενώ τα ισχυρά να δανείζονται με πολύ χαμηλά επιτόκια και η Γερμανία με σχεδόν μηδενικά και ταυτόχρονα να συγκεντρώνει θηριώδη πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της.
Είναι προφανές ότι αν δεν επιλυθούν τα θεμελιακά προβλήματα που προαναφέρθηκαν, το μέλλον κυρίως της ευρωζώνης, αλλά και της ίδιας της Ε.Ε. (βλέπε έξοδο από αυτήν της Βρετανίας) κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρο και εγγυημένο είναι.
* Μανόλης Γ. Δρεττάκης: πρώην: αντιπροέδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
ΠΗΓΗ: efsyn.gr